φυγόπατρις

φυγόπατρις
-άτριδος, ὁ, ἡ, Α
φυγάς, εξόριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ- τού αορ. β' -φυγ-ον τού ρ. φεύγω*) + -πατρίς (< πατρίς, -ίδος), πρβλ. μισό-πατρις, φιλόπατρις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φυγόπατρις — fugitive from one s country fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυγόπατριν — φυγόπατρις fugitive from one s country fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”